μωμώμαι

μωμώμαι
μωμῶμαι, -άομαι και ποιητ. και ιων. τ. μωμέομαι (Α) [μώμος]
βρίσκω σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι σε κάποιον, μέμφομαι, επικρίνω, κατηγορώ κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμώμητος — ἀμώμητος, ον (Α) άμεμπτος, άψογος, ανεπίληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μωμητὸς «επικριτέος» < μωμῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • επιμωμώμαι — ἐπιμωμῶμαι (Α) κατηγορώ επί πλέον κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)] …   Dictionary of Greek

  • καταμωμώμαι — καταμωμῶμαι, άομαι (Α) κατηγορώ κάποιον υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μωμῶμαι «μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • μυμαρίζω — (Α) [μύμαρ] (αιολ. τ.) μωμώμαι* …   Dictionary of Greek

  • μωμαίνω — (Α) μωμῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα αίνω (πρβλ. ασθμ αίνω)] …   Dictionary of Greek

  • μωμεύω — (Α) [μώμος] μωμῶμαι* …   Dictionary of Greek

  • μωμητής — μωμητής, ὁ (Α) [μωμώμαι] αυτός που κατηγορεί ή επικρίνει …   Dictionary of Greek

  • μωμητός — μωμητός, ή, όν (Α) [μωμώμαι] 1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος 2. δυσμενής …   Dictionary of Greek

  • μώμημα — μώμημα, τὸ (Α) [μωμώμαι] περίγελος, εμπαιγμός, σκώμμα, ψόγος …   Dictionary of Greek

  • μώμησις — μώμησις, ἡ (Α) [μωμώμαι] μομφή, κατηγορία, χλευασμός, ψόγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”